Προφορά
ΔΦΑ : /fɔ.ˈɾa.ða/Ουσιαστικό
φοράδα θηλυκό
1. (ζωολογία) θηλυκό άλογο
2. (μεταφορικά) μεγαλόσωμη και άγαρμπη γυναίκα
Εκφράσεις
* χέστηκε η φοράδα στο αλώνι : για κάτι ασήμαντο, που
δεν είναι άξιο λόγου
* αγγλικά : mare (en)
* γαλλικά : jument (fr) θηλυκό* γερμανικά : Stute (de) θηλυκό
* εβραϊκά : סוּסָה (he) ()
* εσπεράντο : ĉevalino (eo)
* ιαπωνικά : 雌馬 (ja) (めすうま) (mesuuma)
* σκωτικά γαελικά : làir (gd)
* ισπανικά : yegua (es)
* κινεζικά : 母马 (zh) (mumǎ)
* κορεατικά : 암말 (ko) (ammal)
* ολλανδικά : merrie (nl)
* πορτογαλικά : égua (pt)
* ρωσικά : кобыла (ru) (kobyla)
* τουρκικά : kısrak (tr)
* φινλανδικά : tamma (fi)
* φριζικά : merje (fy).
0 ΧΛΙΜΙΝΤΡΙΣΑΝ:
Δημοσίευση σχολίου